υγειονομικός

υγειονομικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην υγειονομία (βλ. λ.), που φροντίζει για την προστασία της υγείας των πολιτών: Υγειονομική επιτροπή.
2. το αρσ. ως ουσ., υγειονομικός υπάλληλος της υγειονομίας (βλ. λ.): Απεργία των υγειονομικών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υγειονομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγειονομία 2. φρ. α) «υγειονομικές επιτροπές» ή «υγειονομικά συμβούλια» υγειονομικές υπηρεσίες που εξετάζουν περιοδικά την υγιεινή κατάσταση διαφόρων κατηγοριών πολιτών, όπως λ.χ. τών στρατιωτικών β)… …   Dictionary of Greek

  • ατύχημα — Όρος ο οποίος στο ιατρικό νομικό λεξιλόγιο σημαίνει κάθε ακούσιο και απροσδόκητο αποτέλεσμα στον ανθρώπινο οργανισμό. Η συγκριτική μελέτη των διαθέσιμων στοιχείων για τα ποσοστά θνησιμότητας εξαιτίας α. σε 42 χώρες επιτρέπει τη διαπίστωση ότι τα… …   Dictionary of Greek

  • αυλητής — ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [ ίδος], η) [αυλός] 1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό 2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» υγειονομικός μηχανικός …   Dictionary of Greek

  • εμβολιαστής — και μπολιαοτής, ο 1. γιατρός ή υγειονομικός υπάλληλος που κάνει τον εμβολιασμό 2. ειδικός στον εμβολιασμό τών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • Αποστολάκης, Γεώργιος — (Καλαμάτα 1890 – Αθήνα 1964).Γιατρός και συγγραφέας έργων της ειδικότητάς του, αδελφός του φιλόλογου Γιάννη Αποστολάκη (βλ. λ.). Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στην ανατομική σε διάφορα ευρωπαϊκά ινστιτούτα (Γαλλία,… …   Dictionary of Greek

  • Δελής, Γεώργιος — (Βράιλα 1871 – Αθήνα 1954). Ποιητής. Καταγόταν από τη Θράκη. Σπούδασε γιατρός στη Βιέννη και το 1897 επέστρεψε στην Ελλάδα και υπηρέτησε ως έφεδρος υγειονομικός αξιωματικός στο ναυτικό. Η άδοξη κατάληξη του ελληνοτουρκικού πολέμου τον απογοήτευσε …   Dictionary of Greek

  • Ράινχολντ, Κάρολος — (Reinhold, 1810 – 1880). Γερμανός γιατρός και φιλόλογος. Κατετάγη στο ελληνικό πολεμικό ναυτικό ως υγειονομικός αξιωματικός, μαζί με τον Όθωνα Σενιέρο και βοήθησε σημαντικά στην οργάνωση του σώματος. Επειδή του άρεσε πολύ η αλβανική γλώσσα που… …   Dictionary of Greek

  • Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”